- παραπέμπω
- ΝΜΑ1. στέλνω κάποιον κάπου2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για εκδίκαση («η υπόθεση παραπέμφθηκε στον αρμόδιο δικαστή»)νεοελλ.1. (σχετικά με έγγραφο, αίτηση, αναφορά κ.λπ.) μεταβιβάζω σε άλλον για εξέταση ή πραγματοποίηση («παρέπεμψα την αίτησή σου στον προϊστάμενο για έγκριση»)2. αναγράφω, ορίζω ακριβώς τον συγγραφέα, το σύγγραμμα ή το μέρος τού κειμένου από το οποίο έλαβα λέξη, χωρίο ή πληροφορία, κάνω παραπομπή3. φρ. α) «τον παραπέμπουν από τον 'Αννα στον Καϊάφα» — τόν στέλνουν από τον έναν στον άλλο για να εξυπηρετηθείβ) «παραπέμπω στις ελληνικές καλένδες» — αναβάλλω επ' αόριστοναρχ.1. βοηθώ κάποιον να περάσει διά μέσου2. (σχετικά με χρόνο) διανύω, περνώ («παραπέμπειν τὴν νύκτα», Πολυδ.)3. στέλνω κάποιον κοντά ή κατά μήκος τής ακτής4. κηδεύω («χορῷ... τῷ σῶμα παραπέμπειν», Ποσειδών.)5. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον6. συνοδεύω με φρουρά την αποστολή εφοδίων ή ζωοτροφών στρατού7. στέλνω στρατεύματα κατά μήκος τής γραμμής ή τού κέρατος για βοήθεια («παρέπεμπε... εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια καὶ εἰς τὰ ἄκρα», Ξεν.)8. φέρνω κάτι επί πλέον9. καταβροχθίζω, καταπίνω10. (σχετικά με φωνή, ηχώ κ.λπ.) μεταδίδω, μεταβιβάζω («Ἑρμαῑον ὄρος παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον», Σοφ.)11. (για το φως) ανακλώ12. παρέρχομαι, παραλείπω («τούτους δὲ παρέπεμπε ποικίλας ἐμφάσεις ποιοῡσα περὶ τοῡ μέλλοντος», Πολ.)13. περιφρονώ14. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω15. αποδοκιμάζω, απορρίπτω («τὰς δεήσεις παραπέμπειν», Ιώσ.)16. μεταβιβάζω κληρονομιά17. μέσ. παραπέμπομαιχωρίζω τη γυναίκα μου.
Dictionary of Greek. 2013.